- πράσιμος
- πράσῐμος [pron. full] [ᾱ], ον, ([etym.] πρᾶσις)A for sale, Pl.Lg.848a, X.Cyr.4.5.42, PSI 4.413.4 (iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πράσιμος — for sale masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράσιμος — ον, Α [πρᾱσις] αυτός που είναι προς πώληση, πωλήσιμος («πωλεῑν δὲ τοὺς καπήλους ὅ, τι ἔχει ἕκαστος πράσιμον», Ξεν.) … Dictionary of Greek
πράσιμον — πράσιμος for sale masc/fem acc sg πράσιμος for sale neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρασίμου — πράσιμος for sale masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρασίμων — πράσιμος for sale masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράσιμα — πράσιμος for sale neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράσιμοι — πράσιμος for sale masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρατός — ή, όν, Α αυτός που είναι προς πώληση, πράσιμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη ρίζα περᾱ τού πέρνημι* (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν, πρβλ. πι πρᾱ σκω) + επίθημα τος] … Dictionary of Greek